- ένδικος
- -η, -ον (AM ἔνδικος, -ον) αυτός που γίνεται σύμφωνα με το δίκαιο, νόμιμος («ένδικα μέσα», «χάριν ἔνδικον», Πίνδ.)αρχ.-μσν.(για πρόσ.) δίκαιος («τὶς γὰρ δεδοικὼς μηδὲν ἔνδικος βροτῶν», Αισχ.)αρχ.1. (για πόλη, δήμο) αυτός στον οποίο απονέμεται η δικαιοσύνη2. (για πρόσ.) αυτός που έχει δίκιο3. εκείνος που έχει δικαίωμα για δικαστική δίωξη κάποιου4. (για ημέρα) κατά την οποία επιτρέπεται η διεξαγωγή δίκης, δικάσιμος5. κατάλληλος, αρμόδιος («τίς μοι φανεῑται πίστις ἔνδικος», Σοφ.)6. ευμενής, ευνοϊκός («πέλοιτ' ἄν ἔνδικα γάμοις», Αισχύλ.)7. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔνδικον και τοὔνδικονα) το δίκαιο, ορθό, σωστόβ) αλήθεια8. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔνδικαδίκαια, σωστά.
Dictionary of Greek. 2013.